Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

A Payne in the Ass


Αν ένα επιτυχημένο κινηματογραφικό blockbuster που μετατρέπεται σε videogame κινδυνεύει να είναι απλά μια αρπαχτή για εύκολο κέρδος και τίποτε παραπάνω, το αντίστροφο είναι τρεις φορές χειρότερο. Εξηγούμαι: μια ταινία που θα στηρίξει το σενάριο της σε ένα videogame, άσχετα το πόσο επιτυχημένο είναι το τελευταίο, τότε το αποτέλεσμα είναι (επιεικώς) αξιολύπητο. Το έχω ξαναπεί (ξαναγράψει για την ακρίβεια), κι αν μη τι άλλο κινδυνεύω κι εγώ να θεωρηθώ κοινότυπος. Αλλά τι να κάνω όταν βρίσκομαι συνεχώς μπροστά σε τέτοιες περιπτώσεις...
Κάνοντας μια πρόχειρη ανασκόπηση, θυμάμαι έντρομος δύο περιπτώσεις που κυριολεκτικά κουρέλιασαν τις παιδικές μου εντυπώσεις. Φαντάζομαι άλλωστε ότι οι γηραιότεροι θυμούνται ακόμη την λευκή κόμη του Κριστόφ Λαμπέρ όταν υποδύθηκε (λέμε τώρα…) τον Lord Rayden στην κινηματογραφική μεταφορά του Mortal Combat. Όσοι τον θυμήθηκαν ας σταματήσουν τα γέλια γιατί έπεται συνέχεια... η οποία λέγεται Street Fighter και είναι η απόδειξη ότι η ελληνική βιντεοκασσέτα των 80’ς επηρρέασε ακόμα και το Hollywood!
Και πάνω που πίστεψα ότι παρά τα αλλεπάλληλα σοκ θα το γλύτωνα το αλκοολίκι, ήρθε ο Max Payne… Όταν πρωτοεμφανίστηκε το ομώνυμο shooter 3ου προσώπου είχε όλα τα προσόντα για να κατακτήσει τον κόσμο. Κατά πρώτον ένα ικανοποιητικό σενάριο που είχε για κεντρικό ήρωα τον εν λόγω ντετέκτιβ, ο οποίος στην προσπάθεια του να εκδικήθεί την μαφία για τους φόνους της οικογένειας του κάνει όλη την πόλη δαντέλα από το πιστολίδι. Μέσα όμως στο όλο Death Wish concept, ο Max, που κατά βάθος ήταν καλό παιδί (μπάτσος γαρ...) είχε να αντιμετωπίσει και τους προσωπικούς του δαίμονες που τον κυνηγούσαν (και που πολύ συχνά τον άρπαζαν απ’ τον λαιμό).
Κατά δεύτερον, η μηχανή γραφικών ήταν εξαιρετική για την εποχή. Εκτός από τα αμιγώς τεχνικά χαρακτηριστικά που δεν «κρεμούσαν» ποτέ τον χρήστη και την δράση γενικότερα, ήταν η μοναδική ατμόσφαιρα του παιχνιδιού που το έκανε πραγματικά μοναδικό. Με κόμικ αισθητική και φιλοσοφία κατευθείαν από τις ασιατικές ταινίες δράσης του Χονγκ Κονγκ, ο Μax έμοιαζε λες και είχε βγει κατευθείαν από το μυαλό του John Woo. Η εκπληκτική ενορχήστρωση της βίας που διαθέτουν τα φιλμ του ασιάτη σκηνοθέτη ήταν παρούσα και στο ίδιο το game, κάτι που για τους fans ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η τεχνική bullet time που, κινηματογραφικά τουλάχιστον, είχε εγκαινιαστεί μόλις δύο χρόνια νωρίτερα με το “The Matrix”
Προσωπικά, το Max Payne, αν και δε με εντυπωσίασε, εντούτοις το καταευχαριστήθηκα γιατί ήταν ένα ανέμελο παιχνιδάκι που δε με κούραζε ούτε με έκανε να βαριέμαι, αλλά μέχρις εκεί. Ακολούθησε μια συνέχεια, το “The Fall of Max Payne”, που πατούσε στα ίδια ακριβώς χνάρια με τον προκάτοχο του, και παρότι δεν είχε τίποτα περισσότερο να πει και να δώσει, εντούτοις προσέφερε άφθονο fun σε όσους αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί του.

Λένε ότι όλα τα καλά πράγματα κάποτε τελιεώνουν. Θα διαφωνήσω. Κάποια από αυτά μεταλλάσσονται επίτηδες για να τα σιχαθούμε. Ο Max, όπως κάθε επιτυχημένο brand δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Δε φτάνει λοιπόν που ο συμπαθής μπάτσος είδε δύο παιχνίδια με το όνομα του να φιγουράρουν στα ράφια των καταστημάτων, έπρεπε να γίνει και ταινία. Τι του λείπει του ψωριάρη; Κάτι τέτοιο...
Το project ανέλαβε κάποιος John Moore, με προϋπηρεσία «αμφιβόλου ηθικής», ο οποίος αντιλήφθηκε την όλη ιδέα σαν κάτι μεταξύ “The Crow” και “Shoot ‘em Up”. Καμία αντίρρηση, αλλά ο αφρατούλης John θα έπρεπε να ξέρει ότι μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας υπάρχει χάσμα… Κι έτσι αντί για ένα πραγματικά σκοτεινό νουάρ αριστούργημα έχουμε μια ανούσια στυλιζαρισμένη χολιγουντιανή παπαριά που προσβάλει την αισθητική του videogame αλλά και την δική μας. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα μπορούσε να κάνει ένας Proyas π.χ. στο συγκεκριμένο φιλμ...
Στον ομώνυμο ρόλο, του αδέκαστου αστυνομικού που πολεμάει το οργανωμένο έγκλημα με τον μόνο τρόπο που του αρμόζει (shoot first, ask questions later), ο «πολύς» Mark Wahlberg. Ο οποίος επειδή έπαιξε σε κάποιες αξιόλογες ταινίες νομίζει ότι είναι ο Έντουαρντ Νόρτον. Άστο ρε Μαρκ, μάλλον προς Άστον Κάτσερ και Τζος Χαρτνέτ μας κάνεις... Κρίμα, πολύ κρίμα!
(29/10/2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: